- ασυναίσθητος
- η , ο [ος , ον ]1) неосознанный, бессознательный, безотчётный; 2) бесчувственный, бессовестный, совершающий дурное без колебаний или угрызений совести
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσυναίσθητος — not perceptible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυναίσθητος — η, ο (AM ἀσυναίσθητος, ον) [συναισθάνομαι] αυτός που δεν έχει συναίσθηση ή επίγνωση των λόγων ή των πράξεών του νεοελλ. (για πράξεις) αυτός που συντελείται χωρίς συναίσθηση … Dictionary of Greek
ασυναίσθητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει συναίσθηση για τις πράξεις του. 2. αυτός που έγινε χωρίς συναίσθηση: Ήταν φανερό πως την πράξη για την οποία τον κατηγορούσαν την είχε κάνει ασυναίσθητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυναισθήτως — ἀσυναίσθητος not perceptible adverbial ἀσυναίσθητος not perceptible masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναίσθητον — ἀσυναίσθητος not perceptible masc/fem acc sg ἀσυναίσθητος not perceptible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναίσθητοι — ἀσυναίσθητος not perceptible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)